- εὔαρχος
- εὔαρχοςgoverning wellmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύαρχος — εὔαρχος, ον (Α) 1. αυτός που κυβερνά καλά 2. αυτός που κυβερνάται εύκολα 3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.) 4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρχος (<… … Dictionary of Greek
Εὔαρχος — governing well masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔαρχον — εὔαρχος governing well masc/fem acc sg εὔαρχος governing well neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐάρχοιο — Εὔαρχος governing well masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάρχοιο — εὔαρχος governing well masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐάρχου — Εὔαρχος governing well masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάρχου — εὔαρχος governing well masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐάρχους — Εὔαρχος governing well masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάρχους — εὔαρχος governing well masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐάρχῳ — Εὔαρχος governing well masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)